- επιδεσμοχαρης
- ἐπιδεσμοχαρήςἐπιδεσμο-χᾰρής2любящий перевязки (ирон. эпитет подагры) Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιδεσμοχαρής — ἐπιδεσμοχαρής, ές (Α) (για την ποδάγρα) αυτός που χρειάζεται επιδέσμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί δεσμος + χάρης (< χαίρω)] … Dictionary of Greek
ἐπιδεσμοχαρές — ἐπιδεσμοχαρής bandage loving masc/fem voc sg ἐπιδεσμοχαρής bandage loving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)